- χερμάδιος
- -ον, ΜΑ [χερμάς, -άδος]αυτός που έχει το σχήμα και το μέγεθος χερμαδίου, πέτρας που ρίχνεται εναντίον τού αντιπάλου (α. «μολυβδαίνας χερμαδίους», Λουκιαν.β. «χερμάδιος λίθος», Νείλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χερμάδιος — large stone masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμαδίους — χερμάδιος large stone masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμάδι' — χερμάδια , χερμάδιον large stone neut nom/voc/acc pl χερμάδια , χερμάδιος large stone neut nom/voc/acc pl χερμάδιε , χερμάδιος large stone masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμάδιον — large stone neut nom/voc/acc sg χερμάδιος large stone masc/fem acc sg χερμάδιος large stone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμάδιον — τὸ, Α 1. μεγάλη πέτρα για ρίψη εναντίον αντιπάλου, λίθος για βολή (α. «χερμαδίῳ... βλῆτο παρὰ σφυρὸν ὀκριόεντι», Ομ. Ιλ. β. «ἀνδραχθέσι χερμαδίοισιν βάλλον», Ομ. Οδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «χερμαδίῳ χειροπληθεῑ λίθῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάς, άδος. Η… … Dictionary of Greek
χερμαδίοις — χερμάδιον large stone neut dat pl χερμάδιος large stone masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμαδίοισι — χερμάδιον large stone neut dat pl (epic ionic aeolic) χερμάδιος large stone masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμαδίοισιν — χερμάδιον large stone neut dat pl (epic ionic aeolic) χερμάδιος large stone masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμαδίου — χερμάδιον large stone neut gen sg χερμάδιος large stone masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμαδίων — χερμάδιον large stone neut gen pl χερμάδιος large stone masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)